- βούλαρχος
- βούλαρχοςpresident of the senatemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βούλαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ίωνας ζωγράφος (8ος αι. π.Χ.). Ζωγράφισε πίνακα της κατάληψης της Μαγνησίας από τους Κιμμέριους. Ο Πλίνιος γράφει πως ο βασιλιάς της Λυδίας Κανδαύλης τον αντάλλαξε με ίσο βάρος χρυσού, αλλά η πληροφορία είναι… … Dictionary of Greek
βούλαρχον — βούλαρχος president of the senate masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλαρχώ — βουλαρχῶ ( έω) (Α) [βούλαρχος] είμαι βούλαρχος … Dictionary of Greek
Bularchos — (von altgriechisch βούλαρχος boúlarchos; poetisch verwendet mit wörtlicher Bedeutung „Urheber des Rats“[1]) ist ein bei Plinius dem Älteren erwähnter antiker griechischer Maler, der ein Bild Kampf der Magneten gemalt hat, das von dem lydischen… … Deutsch Wikipedia
ACCENSOR — idem cum Delatore. Glosi. Lat. Graec. Accensor, εἰσαγωγἐυς, εἰσηγητὴς, βούλαρχος. In Gloss. vero Graec. Lat. Εἰσκγωγἐυς est Lator, institutor. Ubi Car. du Fresne iudicat legendum Delator: quia apud Hesych. εἰσαγωγἐυς dicitur esse ἀρχὴ Α᾿θην´ῃσι… … Hofmann J. Lexicon universale
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek